- ανοιχτογάλαζος
- -η, -οαυτός που έχει χρώμα ανοιχτό γαλάζιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουλακής — ιά, ί [λουλάκι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού λουλακιού, ανοιχτογάλαζος 2. το ουδ. ως ουσ. το λουλακί το χρώμα τού λουλακιού … Dictionary of Greek